Στον αγώνα μου
για την αδικία,
έγινα βράχος
μα με συντρίψανε...
κι'έγινα πέτρα,
μα με κτίσανε
σ'ένα σπίτι της σιωπής,
και με κλειδώσανε...
Μα σιγά σιγά
έγινα χώμα
και δεν μ'αφήσανε
με πατήσανε...
Τότε,
έβγαλα λουλούδια
κι'αυτά
μου τα κόψανε...
Και πάλι,
έγινα νερό, τρεχούμενο,
και κύλησα
σ'ένα ποτάμι...
έφτασα στη θάλασσα,
κι'όλη μέρα,
τα κύματα
να με χτυπάνε...
Από ΄κει σιγά-σιγά
έφτασα στον ωκεανό,
στα μαύρα νερά,
απάτητα που λένε...
Κι'από τότες,
θρέφω τα θηρία της θάλασσας,
που τα βλέπω τώρα,
να τρώγονται μεταξύ τους..
«Σικατίφης»